- διόρυξαν
- διορύσσωdig throughaor ind act 3rd pl (homeric ionic)διόρῡξαν , διορύσσωdig throughaor ind act 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατοιχώρυκτος — ἀτοιχώρυκτος, ον (Α) εκείνος του οποίου τον τοίχο δεν διόρυξαν, δεν τρύπησαν κλέφτες … Dictionary of Greek